Real Estate

Αυξημένη ζήτηση για εξοχικές κατοικίες στην Ελλάδα

Με τη ζήτηση για νεόδμητες εξοχικές κατοικίες συνεχώς να αυξάνεται στην Ελλάδα, η κατασκευαστική δραστηριότητα σημειώνει άνοδο, προσπαθώντας να ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις των υποψήφιων αγοραστών.

Ανοδική είναι η πορεία του όγκου συναλλαγών πολυτελών κατοικιών που καταγράφεται στην Ελλάδα το 2024. Όπως επισημαίνει η Greece Sotheby’s International Realty, η αξία των πωλήσεων το 2024 παρουσιάζει άνοδο της τάξης του 90% σε σχέση με το 2023, βάζοντας τέλος στη διστακτικότητα των αγοραστών που υπήρχε τα προηγούμενα δύο έτη. Από αυτές τις αγορές ένα σημαντικό ποσοστό αφορά τις εξοχικές κατοικίες πολυτελείας, μιας αγοράς αρκετά ευμετάβλητης, σύμφωνα με τον Σάββα Σαββαΐδη, Προέδρο & CEO της Greece Sotheby’s International Realty, ο οποίος επισημαίνει ότι «ένα σημαντικό ποσοστό των αγορών εξοχικής κατοικίας είναι παρορμητικές, η δε χώρα μας έχοντας μόλις το 3,5% μερίδιου αγορών στη Μεσόγειο σε αυτή την κατηγορία, απέχει μακράν από το να θεωρείται εδραιωμένος προορισμός των Ultra High Net Worth Individuals. Τα πρωτοφανή υψηλά επίπεδα πληθωρισμού του 2023 και το κλίμα διεθνούς αβεβαιότητας με νέες εστίες γεωπολιτικής αναταραχής, μείωσαν την περασμένη χρονιά τη διάθεση των αγοραστών τη στιγμή που η μεγάλη μερίδα Ελλήνων πωλητών ανέβαζαν τις ζητούμενες τιμές πώλησης».

Ωστόσο, η ορθή εκτίμηση της αξίας ενός ακινήτου είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού η υπερτίμηση δημιουργεί πολλαπλά προβλήματα για τα ίδια τα ακίνητα. «Ένα σπίτι που παραμένει στην αγορά για μεγάλο χρονικό διάστημα δημιουργεί αρνητικές εντυπώσεις, υποδηλώνοντας πιθανά προβλήματα ή υπερβολικές απαιτήσεις από τους πωλητές. Επιπλέον, οι διαδοχικές μειώσεις της τιμής σε μεταγενέστερους χρόνους δημιουργούν ακόμη μεγαλύτερη ζημιά στη φήμη του ακινήτου, ακόμη και όταν το ακίνητο φτάσει πλέον σε ρεαλιστικά επίπεδα», εξηγεί η Μαρία Γκούμα, Γενική Διευθύντρια της Greece Sotheby’s International Realty.

Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η ελληνική αγορά που για αρκετά χρόνια παρέμενε υποτιμημένη, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει σημαντική άνοδο, και, όπως είναι φυσικό, η αυξημένη ζήτηση ώθησε τις τιμές προς τα πάνω. Κορυφαίες επιλογές των υποψήφιων αγοραστών αναδεικνύονται τα ακίνητα που είναι πιο σύγχρονες κατασκευές, βρίσκονται κοντά στη θάλασσα και δεν έχουν πολλές απαιτήσεις συντήρησης. Οι επενδυτές προτιμούν, επίσης, κατοικίες που παρέχουν υψηλής ποιότητας ανέσεις και ακολουθούν τις αρχές της βιωσιμότητας και τις εξελίξεις της τεχνολογίας.

Η νησιωτική Ελλάδα εξακολουθεί να κατέχει τα σκήπτρα όσον αφορά το αγοραστικό ενδιαφέρον για την απόκτηση εξοχικής κατοικίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε τον Μάιο του 2024 ο Spitogatos, τα νησιά με τα ακριβότερα ακίνητα για αγορά είναι η Μύκονος στις Κυκλάδες, οι Παξοί στα Επτάνησα, η Σκιάθος στις Σποράδες, η Ύδρα στα νησιά του Αργοσαρωνικού, η Πάτμος στα Δωδεκάνησα, η Ικαρία στα Νησιά του Βορείου Αιγαίου και τα Χανιά στην Κρήτη. Φθηνότερες επιλογές αποτελούν η Σκόπελος, η Σαλαμίνα, η Ρόδος, η Κως, η Χίος, οι περιοχές του Ρεθύμνου και του Λασιθίου και η Εύβοια.

Η ζήτηση για αγορά εξοχικής κατοικίας είναι τόσο εγχώρια όσο και διεθνής, με τους περισσότερους ξένους αγοραστές να προέρχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, τη Γαλλία,  το Βέλγιο, την Ελβετία, το Ισραήλ αλλά και την Τουρκία.

Η αυξημένη ζήτηση φέρνει άνοδο στην κατασκευαστική δραστηριότητα

Οι υψηλές τιμές πώλησης και το υψηλό αγοραστικό ενδιαφέρον για εξοχικές κατοικίες, έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη ζήτηση και, ως εκ τούτου, την ανοδική πορεία της κατασκευής νέων κατοικιών σε διάφορες περιοχές της νησιωτικής και ηπειρωτικής Ελλάδας. Η κατασκευαστική δραστηριότητα είναι τόσο μεγάλη που σε πολλές περιοχές υπερβαίνει αυτή που εντοπίζεται στην Αττική, σύμφωνα µε στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που επεξεργάστηκε η εταιρεία Elxis, η οποία ειδικεύεται στις εξοχικές κατοικίες.

Όπως επισημαίνει η Elxis, από τον Μάρτιο του 2023 έως τον Φεβρουάριο του 2024 παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας με βάση τον όγκο, που στα Ιόνια Νησιά ανέρχεται στο 58,2%, στη ∆υτική Ελλάδα στο 38,1% και στην Κρήτη στο 37,4%, ενώ την ίδια περίοδο η αύξηση στην Αττική έφτανε το 7,9%.