Erieta Attali: Τα γυάλινα κτίρια στις φωτογραφίες μου λειτουργούν ως μέσο θέασης του περιβάλλοντός τους

Η διεθνούς φήμης, πολυβραβευμένη φωτογράφος Erieta Attali, PhD, Φωτογράφος Τοπίου και Αρχιτεκτονικής, Ακαδημαϊκός στο National University of Singapore, μιλά στο Glass Forum για την τέχνη της και την εμμονή της με τα γυάλινα κτίρια.
Συνέντευξη στην Αλεξία Καλογεροπούλου

Κυρία Attali, πείτε μας, πώς ξεκίνησε το ταξίδι σας στον κόσμο της φωτογραφίας; Ήταν μια κλίση που είχατε από νωρίς;

Η αρχική μου έμπνευση στη φωτογραφία προήλθε από τα εξώφυλλα των άλμπουμ της ECM, στην ηλικία των 13 ετών. Όλα άρχισαν με τη φωτογραφία του δίσκου «Crystal Science» του Chick Corea, Return to Forever: ένα αφηρημένο, σαν ζωγραφισμένο θαλασσινό τοπίο, όπου η θάλασσα λιώνει στον ουρανό και μια θολή σιλουέτα πουλιού εμπνέει μια αίσθηση κίνησης στο κατά τα άλλα ήρεμο τοπίο των ήσυχων μπλε αποχρώσεων. Ήταν, για μένα, μια ξαφνική εισαγωγή τόσο στον κόσμο της φωτογραφίας όσο και της μουσικής. Η ECM Records έγινε το soundtrack στα νοητικά ταξίδια μου και στο χτίσιμο φανταστικών εικόνων σε μακρινούς τόπους. Η ατμοσφαιρική αισθητική των εξωφύλλων των άλμπουμ ευθυγραμμίζεται με αυτό που άρχισα να αναζητώ στις φωτογραφίες μου: άγονα, υποβλητικά τοπία που κυριαρχούνται από ασταθείς ουρανούς και απαλό χρώμα.

Πώς διαμορφώθηκε η καλλιτεχνική σας ματιά στο αρχιτεκτονικό τοπίο; Ποια πρόσωπα ή ποιες καταστάσεις διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο;

Εκπαιδεύτηκα ως φωτογράφος τοπίων και πέρασα, πολύ αργότερα, στην αρχαιολογική φωτογραφία. Έζησα τα πρώτα μου χρόνια στο Τελ Αβίβ και μια δεκαετία στην Κωνσταντινούπολη: ένας παιδικός κόσμος γεμάτος ερείπια, κυρίως βυζαντινά, που ήταν διάσπαρτα τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο της ανατολικής Μεσογείου. Κατά συνέπεια, τα φυσικά και αρχαιολογικά τοπία έγιναν μια φαντασίωσή μου, ένας αντικατοπτρισμός που προσπαθούσα να φτάσω και να κατανοήσω. Τα πρώτα χρόνια ως σπουδάστρια φωτογραφίας, επικεντρώθηκα σε ερείπια και απομεινάρια κτιρίων που βρίσκονται σε ένα απέραντο φυσικό περιβάλλον, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία. Ιδιαίτερα η σειρά φωτογραφιών που περιλαμβάνει ερειπωμένα φρούρια στη νότια Πελοπόννησο, διερεύνησε τη διάλυση των ερειπίων στο τοπίο. Ενώ το φυσικό τοπίο ήταν για μένα πάντα βασικό πλαίσιο αναφοράς, τα ερείπια μου επέτρεψαν να το προσεγγίσω με έναν οικείο τρόπο. Το όραμά μου, που διαμορφώθηκε εκείνα τα χρόνια, με οδήγησε τελικά σε μια επαγγελματική καριέρα φωτογράφου αρχαιολογικών τοπίων.

Μια δεύτερη αλλαγή συνέβη όταν με προσκάλεσαν να φωτογραφίσω έργα σύγχρονης αρχιτεκτονικής για την ελληνική συμμετοχή στην Τριενάλε του Μιλάνο, το 1995. Αρχικά ήμουν πολύ δύσπιστη. Το φωτογραφικό μου βασίλειο της απομόνωσης, της ξηρασίας και των διαχρονικών ιχνών μού φαινόταν ασυμβίβαστο με την εμβληματική και πολλές φορές περίτεχνη γλώσσα της αρχιτεκτονικής φωτογραφίας. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε ανάγκη για συμφιλίωση. Το ίδιο εννοιολογικό πλαίσιο που είχα χρησιμοποιήσει για τα ερείπια, μου επέτρεψε να ερμηνεύσω την αρχιτεκτονική ως στοιχείο του τοπίου.

Έχετε αναφέρει σε παλαιότερες συνεντεύξεις σας ότι τα γυάλινα κτίρια, τα οποία ξεκινήσατε να φωτογραφίζετε το 2000, έχουν μια ιδιαίτερη σημασία για εσάς. Θα θέλατε να μας πείτε δυο λόγια για αυτό;

Το 2001, ενώ πειραματιζόμουν με αστικά τοπία στη Νέα Υόρκη, με υποτροφία Fulbright, ανακάλυψα μια δημοσίευση που παρουσίαζε τον ξενώνα Water/Glass του Kengo Kuma στο Atami. Μετά τις σπουδές μου/art project στη Νέα Υόρκη, η πρώτη μου αποστολή ήταν ως επικεφαλής φωτογράφος για ένα αμερικανικό ίδρυμα με έδρα την Κρήτη, που εργαζόταν στον χώρο των ανασκαφών στην Κνωσό, καθώς και σε πολλές άλλες ανασκαφές στο Αιγαίο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι το Water/Glass του Kuma και την έντονη επιθυμία να το φωτογραφίσω. Αποφάσισα να επικοινωνήσω με τον Kengo Kuma και να πετάξω στο Τόκιο για να συζητήσουμε τη δουλειά του. Αυτό που με γοήτευσε στο Water/Glass ήταν ότι το κτίριο λειτουργεί σχεδόν σαν μία, ενιαία περιβαλλοντική συνθήκη: όταν είναι κανείς μέσα σε αυτό, νιώθει μέρος του τοπίου. Αργότερα συνειδητοποίησα ότι ο ίδιος ο Kuma είχε διατυπώσει αυτή την ιδέα. Η συνάντηση με το κτίριο επιβεβαίωσε τις υποθέσεις μου και με βοήθησε να αποκρυσταλλώσω μια συγκεκριμένη φωτογραφική αντίληψη, όπου η αρχιτεκτονική και το τοπίο αποτελούν μία αδιάρρηκτη συνέχεια.

Τα γυάλινα κτίρια στις φωτογραφίες μου λειτουργούν όχι ως αυτόνομα αντικείμενα αλλά ως μέσο θέασης του περιβάλλοντός τους, επηρεασμένου από τις συνθήκες του κλίματος ή του φωτός. Αρχιτεκτονική από γυαλί για μένα σημαίνει: να επεκτείνω τις απόψεις του τοπίου μέσω της ενίσχυσης της γυάλινης αρχιτεκτονικής, δηλαδή της αρχιτεκτονικής που ως «οπτικός φακός» προσφέρει εκπληκτικές εμπειρίες από το περιβάλλον του. Είναι ακριβώς αυτές οι απροσδόκητες ιδιότητες που προσφέρουν τα γυάλινα κτίρια, αφού αφεθούν στις περιβαλλοντικές συνθήκες που με ενδιαφέρουν ως φωτογράφο.

Τι επιδιώκετε να αναδείξετε μέσα από τις φωτογραφίες σας;  

Σκοπός μου δεν είναι να τεκμηριώσω αντικειμενικά αρχιτεκτονικά έργα, αλλά μάλλον να μεταδώσω τις ιδιότητες των κτιρίων που δημιουργούνται από στοιχεία που δεν είχαν προβλεφθεί από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό.

Παρόλο που η διαφάνεια έχει υποστηριχθεί από την πρώιμη μοντερνιστική εποχή, οι σύγχρονες εξελίξεις στην τεχνολογία γυαλιού έχουν ανανεώσει όχι μόνο τις δομικές ικανότητες του υλικού αλλά και τον τρόπο με τον οποίο δημιουργείται η ορατότητα αυτή καθαυτή. Το αρχιτεκτονικό γυαλί λειτουργεί ως «γυαλί εμφάνισης» μέσω του οποίου μπορεί να δει κανείς το περιβάλλον με διάφορους απροσδόκητους τρόπους. Η γυάλινη αρχιτεκτονική γίνεται μια οπτική συσκευή, μια οπτική μηχανή που εναλλάσσεται και μεταμορφώνεται από δισδιάστατη οθόνη σε έναν φωτεινό όγκο, από διαφανής σε αδιαφανής, από αντικειμενική σε ασαφής με τη διφορούμενη συνένωση όλων των γνωστών συντεταγμένων.

Οι επιφάνειες των γυάλινων κτιρίων αποκτούν μια παράξενη διάσταση βάθους, αποκαλύπτοντας όχι μόνο τους εσωτερικούς μικρόκοσμους της ζωής που περικλείουν, αλλά και τη μακροκοσμική επέκταση των τοπικών και συμπαντικών στοιχείων που τις περιβάλλουν. Έτσι, το μπετόν συγχωνεύεται με τον ουρανό, η άσφαλτος με την άμμο, τα πλακάκια με τα σύννεφα, το ατσάλι με τα δέντρα. Άλλες φορές, τα γυάλινα κτίρια έχουν την ιδιάζουσα ποιότητα να εξαφανίζονται, να απορροφώνται από το σκοτάδι της νύχτας και να γίνονται μέρη του γύρω τοπίου. Έτσι, παρά το μεγαλείο της αρχιτεκτονικής, το τοπίο παραμένει ως το πιο σημαντικό στοιχείο που ξεπερνά κατά πολύ την αρχιτεκτονική.

Υπάρχουν συγκεκριμένες ώρες που θεωρείτε πιο κατάλληλες για φωτογράφιση;

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι και ώρες για να φωτογραφίσει κανείς. Ως conceptual fine art φωτογράφος τοπίου και αρχιτεκτονικής θα μπορούσα να πω πολλά για τον χρόνο που επιλέγω, αλλά γενικά προτιμώ να ξεκινώ πριν την ανατολή του ηλίου, φωτογραφίζοντας ως το λυκόφως.

Ποια είναι τα μελλοντικά σχέδιά σας; Τι ετοιμάζετε στο άμεσο μέλλον;

Είμαι ανήσυχο άτομο, δε σταματάω ποτέ. Πολλά projects, βιβλία, εκθέματα, άρθρα, υπάρχουν πολλά να ειπωθούν εδώ. Η επερχόμενη φωτογραφική μου έκθεση με τίτλο Woodscapes | Erieta Attali on Kengo Kuma θα εκτεθεί από τις 16 Ιουνίου έως τις 30 Σεπτεμβρίου στο Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο στην Αθήνα. Και η τριπλή έκθεσή μου με τίτλο Afloat | The Shifting Landscapes of Delos, Woodscapes | Erieta Attali on Kengo Kuma, Structure & Light | Erieta Attali on Marc Mimram θα εκτεθεί στο National University of Singapore, σε συνεργασία με την Ελληνική Πρεσβεία στη Σιγκαπούρη, το φθινόπωρο του 2023.

Η Erieta Attali είναι φωτογράφος τοπίου και αρχιτεκτονικής, με φωτογραφικό έργο που εκτείνεται από την Ευρασία στην Αυστραλία και την Αμερική. Τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει αφοσιωθεί στην αλληλεπίδραση μεταξύ αρχιτεκτονικής και τοπίου. Μέσα από την πρωτοποριακή της δουλειά, έχει χαράξει έναν νέο δρόμο στην αρχιτεκτονική φωτογραφία, όπου το περιεχόμενο και το πλαίσιο αντιστρέφονται.

Η φωτογραφία της διερευνά πώς οι ακραίες συνθήκες και τα δύσκολα εδάφη αναγκάζουν την ανθρωπότητα να αναπροσανατολιστεί και να προσεγγίσει τον εαυτό της μέσω της αρχιτεκτονικής. Η αντισυμβατική φωτογραφία της βασίζεται σε μια μέθοδο εργασίας που αντλείται από την εμπειρία της στην αρχαιολογία και την καλλιτεχνική φωτογραφία. Η τρέχουσα έρευνά της επικεντρώνεται στα αστικά τοπία στο Παρίσι, καθώς και στην εβραϊκή αρχιτεκτονική κληρονομιά στη Θεσσαλονίκη και στην Αρχαία Δήλο.

Έχει τιμηθεί με το German Photo Book Award 19|20 για τη φωτογραφική μονογραφία της «Periphery | Archaeology of Light», που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Hatje Cantz στο Βερολίνο, και οι φωτογραφίες της έχουν εκτεθεί σε σημαντικά μουσεία σε όλο τον κόσμο.

Η Erieta Attali είναι επισκέπτρια καθηγήτρια στο National Univeristy (NUS) of Singapore και artist in residence, εργαζόμενη για το φωτογραφικό έργο με τίτλο “Linear Transformations | Following the Seine” στο Παρίσι.